Ο Σουάν Τζαν [Κιν.: xuán zàng 玄奘, Σανσκρ.: ह्वेनसांग, 602 ~ 664], ήταν ένας Κινέζος Βουδιστής μοναχός και συγχρόνως, λόγιος, ταξιδιώτης και μεταφραστής. Η συμβολή του στην Κινέζικη κουλτούρα και διανόηση είναι τεράστια λόγω της αλληλεπίδρασης μεταξύ Κίνας και Ινδίας, που οφείλεται στα ταξίδια του και το μεταφραστικό του έργο, στις αρχές της δυναστείας των Τανγκ [Κιν.: táng 唐 | 618 ~ 907 Κ.Ε.].
Ο Σουάν Τζαν, γεννήθηκε στο χωριό Τσενχό [Κιν.: chén hé 陳河], στην πόλη Κόουσι [Κιν.: gōu shì zhèn 緱氏鎮], κοντά στη σημερινή Λουογιάν, στην επαρχία Χονάν [Κιν.: hénán luòyáng shì 河南洛阳市], το δεύτερο έτος της περιόδου Ρενσόου της δυναστείας των Σουέι [Κιν.: suí cháo rénshòu èr nián 隋朝仁寿二年], δηλαδή το 602Κ.Ε. Το όνομά του ήταν Τσενγί [Κιν.: chén yī 陳禕] και ήταν το τέταρτο παιδί, μίας αυστηρής Κομφουκιανικής οικογένειας [Κιν.: rújiā 儒家]. Η οικογένεια Τσεν είχε μακρά παράδοση κυβερνητικών αξιωματούχων και μελετητών του Κομφούκιου. Ο πατέρας του, Τσεν Χουέι [Κιν.: chén huì 陳惠] υπηρέτησε ως δικαστής στην κομητεία Τζιανγκ Λινγκ [Κιν.: jiānglíng xiàn 江陵縣], κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Σουέι [Κιν.: suí cháo 隋朝 | 581 ~ 618 Κ.Ε.]. Ο παππούς του Τσεν Κανγκ [Κιν.: chén kāng 陳康] ήταν καθηγητής στην Αυτοκρατορική Ακαδημία [Κιν.: tàixué 太學], κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Βόρειων Τσι [Κι.: běi qí 北齊 | 550 ~ 577 Κ.Ε.].
Ο Σουάν Τζαν εμφάνιζε από μικρός μία ανώτερη νοημοσύνη και σοβαρότητα, και ακολουθούσε επιμελώς την τήρηση των τελετουργικών του Κομφούκιου, ήδη από την ηλικία των οκτώ. Παρά την κλασσική κομφουκιανική εκπαίδευση, ο Σουάν Τζαν εξέφρασε ενδιαφέρον να γίνει βουδιστής μοναχός σαν τον δεύτερο μεγαλύτερο αδελφό του Τσεν Σου [Κιν.: chén sù 陳素]. Μόνο όμως μετά το θάνατο του πατέρα του το 611, μπόρεσε να φύγει και να ζήσει μαζί με τον αδελφό του στο μοναστήρι της Αγνής Χώρας [Κιν.: jìngtǔ sì 淨土寺], στη Λουογιάνγκ, όπου για πέντε χρόνια μελετούσε τη Μαχαγιάνα και διάφορα άλλα βουδιστικά δόγματα. Όταν Σουάν Τζαν ζήτησε να γίνει μοναχός σε ηλικία δεκατριών ετών, ο ηγούμενος Τζενγκ Σανκουο [Κιν.: zhèng shànguǒ 郑善果], έκανε μια εξαίρεση για την περίπτωσή του, λόγω των πρώιμων γνώσεών του και τον χειροτόνησε δόκιμο μοναχό [Κιν.: shāmí 沙彌], δίνοντάς του το όνομα Σουάν Τζαν, που σημαίνει μεγαλειώδης διανόηση. Ο Σουάν Τζαν χειροτονήθηκε πλήρης μοναχός [Κιν.: bǐqiū 比丘] το 622 Κ.Ε., σε ηλικία είκοσι ετών.
Το 618 Κ.Ε., με τη πτώση της δυναστείας των Σουέι, ο Σουάν Τζαν και ο αδελφός του διέφυγαν στην Τσανγκ Αν [Κιν.: cháng'ān 長安], που είχε ανακηρυχθεί ως η πρωτεύουσα της δυναστείας των Τανγκ και από εκεί περιηγήθηκε σε όλη σχεδόν την Κίνα, σε αναζήτηση ιερών κειμένων και τη μελέτη ξένων γλωσσών. Το 626, ήταν άριστος γνώστης των σανσκριτικών και είχε αρχίσει επίσης να ενδιαφέρεται για την μεταφυσική σχολή του βουδισμού Γιογκατσάρα [Κιν.: wéishí zōng 唯識宗 | Σανσκρ.: Yogācāra योगाचार], Μόνο Συνείδηση.
Όμως, τα περισσότερα βουδιστικά κείμενα που μελέτησε ήταν είτε ελλειπή, είτε είχαν παρερμηνευθεί, λόγο της δυσκολίας στη μεταφορά των ιδεών και των όρων στη κινέζικη γλώσσα, καθώς οι περισσότερες μεταφράσεις είχαν γίνει από μη κινέζους. Για το λόγο αυτό και αποφάσισε να επισκεφθεί την Ινδία και να μελετήσει στο λίκνο του βουδισμού. Γνώριζε ότι αυτό δεν ήταν ακατόρθωτο καθώς είχε επιτευχθεί αιώνες πριν από τον μοναχό Φασιέν [Κιν.: fǎxiǎn 法顯 | 337 ~ 422 Κ.Ε.].
Το 629 Κ.Ε., το δεύτερο έτος της διακυβέρνησης του αυτοκράτορα Τάιτζουνγκ των Τανγκ, τον πρίγκιπα Λι Σιμίν [Κιν.: táng tàizōng lǐshìmín 唐太宗 李世民 | 599 ~ 649 Κ.Ε.], ο Σουάν Τζαν ξεκίνησε ένα ταξίδι που διάρκεσε 17 χρόνια και έχει καταγραφεί με κάθε λεπτομέρεια στο κλασσικό κείμενο “Αρχεία των Δυτικών Περιοχών της Μεγάλης Δυναστείας των Τανγκ [Κιν.: dà táng xīyù jì 大唐西域記], το οποίο δεν πρέπει να συγχέεται με τη νουβέλα του συγγραφέα Γου Τσενγκέν [Κιν.: wúchéng'ēn 吳承恩 | 1500 ~ 1582 Κ.Ε.], “Ταξίδι στη Δύση” [Κιν.: xīyóu jì 西遊記], εμπνευσμένο από τον Σουάν Τζαν, αλλά γράφτηκε τη περίοδο της δυναστείας των Μινγκ [Κιν.: míng cháo 明朝 | 1368 ~ 1644 Κ.Ε.], εννέα αιώνες μετά το θάνατό του.
Η περιγραφή του ταξιδιού αυτού, είναι σημαντική καθώς δείχνει τις δυσκολίες και τους κινδύνους που ένας άνθρωπος μόνος του αψήφησε, στην προσπάθεια της πνευματικής του αναζήτησης. Τα ταξίδια εκείνη την εποχή είχαν απαγορευτεί, λόγω της εμπόλεμης κατάστασης της κινέζικης αυτοκρατορίας με τους Γκιετούρκους. Ο Σουάν Τζαν, έπεισε μερικούς βουδιστές φύλακες στην Πύλη του Νεφρίτη [Κιν.: yùménguān 玉門關] και πέρασε νύχτα εκτός των συνόρων. Διασχίζοντας την έρημο Γκόμπι [Κιν.: gēbì 戈壁] με το άλογο του, συναντώντας κόκκαλα ανθρώπων που είχαν επιχειρήσει να διασχίσουν την έρημο και προσπαθώντας να αποφύγει τα φυλάκια, χάθηκε, μέχρι που το άλογό του τον κουβάλησε αναίσθητο σε μία όαση, στην πόλη Κουμούλ [Κιν.: yī wú 伊吾], τη σημερινή πόλη Χαμί [Κιν.: hāmì 哈密].
Ανακτώντας τις δυνάμεις του, ακολουθώντας την οροσειρά Τιέν Σαν [Κιν.: tiānshān 天山] προς τα δυτικά, έφτασε στην πόλη Τουρπάν [Κιν.: tǔlǔfān 吐鲁番], το 630 Κ.Ε. Ο βασιλιάς της Τουρπάν, ένας αφοσιωμένος βουδιστής, του έδωσε έγγραφα και επιστολές για την ασφαλή διέλευσή του, καθώς και τιμαλφή για να πληρώσει όπου χρειαστεί. Επίσης, ανέθεσε σε τέσσερις νεοφώτιστους μοναχούς και εικοσιπέντε ακόμα άτομα να τον συνοδεύσουν στο ταξίδι του.
Προχωρώντας περαιτέρω προς τα δυτικά, η αποστολή ξεφεύγοντας από ληστές και χιονοστιβάδες έφθασε αποδεκατισμένη μέχρι τη Σαμαρκάνδη. Συνεχίζοντας το ταξίδι, έφθασε στην αρχαία πόλη και βουδιστικό κέντρο Βάχλο, σημερινό Μπαλκχ του Αφγανιστάν, όπου επισκέφθηκε βουδιστικές τοποθεσίες και λείψανα. Ειδική μνεία κάνει για το βουδιστικό μοναστήρι, Νέο Μοναστήρι, Νάβα Βιχάρα [Σανσκρ.: Nava Vihāra नवविहार], το οποίο περιέγραψε ως το δυτικότερο βουδιστικό μοναστήρι στον κόσμο. Εκεί, ο Σουάν Τζαν συνάντησε τον μοναχό Πρανιακάρα [Κιν.: bōrě jié luó 般若羯羅, Σανσκρ.: Prajñakara], με τον οποίο μελέτησε πρώιμα ιερά βουδιστικά κείμενα. Εκεί, βρήκε και το σημαντικό κείμενο της Μαχαβιμπχάσα [Κιν.: dà pípó shālùn 大毗婆沙論, Σανσκρ.: Mahāvibhāṣa], το οποίο αργότερα μετάφρασε στα κινεζικά.
Το 631 Κ.Ε., ο Σουαν Τζαν έφθασε στην Τάξιλα [Κιν.: Dáchāshǐluō 呾叉始罗 | Σανσκρ.: Takṣaśīlā] (πόλεις των Ελλήνων) και στο Κασμίρ [Κιν.: Jiāshīmíluó 迦湿弥罗 | Σανσκρ.: Kāśmīra] όπου έμεινε για δύο χρόνια και μελέτησε σε διάφορα μοναστήρια της περιοχής. Το 634 Κ.Ε. έφτασε στην Ματιπούρα [Κιν.: Mòdǐbǔluō 秣底补罗], το σημερινό Μανταβάρ και στη συνέχεια τη Μαθούρα [Κιν.: Kǒngquè chéng 孔雀城| Σανσκρ.: Mathurā], στις όχθες του ποταμού Γιάμουνα [Κιν.: Yǎn mǔ nà 琰母那 | Σανσκρ.: Yamunā]. Η Μαθούρα είχε 2.000 μοναχούς και των δύο μεγάλων βουδιστικών σχολών, παρά το γεγονός ότι κυριαρχούσαν οι Ινδουιστές. Το 637 K.E. ο Σουάν Τζαν περιόδευσε στα μέρη όπου γεννήθηκε, φωτίστηκε, κήρυξε και πέθανε ο Βούδας. Εκεί οι μοναχοί τον οδήγησαν στο πανεπιστήμιο της Ναλάντα, όπου σπούδασε για δύο χρόνια, λογική, γραμματική και σανσκριτικά και τη σχολή Γιογκατσάρα.